κοσμηματογράφος

κοσμηματογράφος
ο декоратор

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κοσμηματογράφος" в других словарях:

  • κοσμηματογράφος — ο 1. αυτός που ζωγραφίζει κοσμήματα 2. ο διακοσμητής τοίχων, οροφών, δαπέδων ή προσόψεων οικιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμημα + γράφος (< γράφω), πρβλ. επιστολο γράφος ιστοριο γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό σύγγραμμα Πανδώρα] …   Dictionary of Greek

  • κοσμηματογράφος — ο αυτός που ζωγραφίζει κοσμήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • κοσμηματογραφία — η 1. η τέχνη τού κοσμηματογράφου 2. το τυπογραφικό κόσμημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμηματογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Λύσανδρο Καφταντζόγλου] …   Dictionary of Greek

  • κοσμηματογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοσμηματογραφία ή στον κοσμηματογράφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμηματογράφος. Η λ., στον τ. κοσμηματογραφική, μαρτυρείται από το 1886 στον Πλάτωνα Δρακούλη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»